
Ο προστατευτικός ρόλος της αερόβιας άσκησης πηγάζει από το γεγονός ότι προάγει την καύση ελευθέρων λιπαρών οξέων. Κατά την άσκηση οι "ορμόνες του άγχους", επινεφρίνη και νορεπινεφρίνη, βρίσκονται σε υψηλά επίπεδα διεγείροντας την απελευθέρωση λιπαρών οξέων από τις λιποαποθήκες. Αυτά τα λιπαρά οξέα χρησιμοποιούνται σαν καύσιμα κατά την παρατεταμένη αερόβια άσκηση. Σε βραχύβιες όμως υπερμέγιστες αναερόβιες προσπάθειες, η ενέργεια προέρχεται από την φωσφοκρεατίνη(ΑΤP) και την αναερόβια γλυκόλυση(π.χ. βάρη), επομένως δεν καίγονται τα λίπη που έχουν απελευθερωθεί από τις λιπαποθήκες, με αποτέλεσμα να αυξάνεται η στάθμη τους στο αίμα και να μεταφέρονται μέσα στα κύτταρα.
Αυτή η υψηλή συγκέντρωση λιπών μπορεί να οδηγήσει στη φθορά της κυτταρικής μεμβράνης , στη δημιουργία θρόμβου αίματος λόγω προσκόλλησης αιμοπεταλίων και στην παρακώλυση διαβίβασης της ηλεκτρικής διέγερσης στην καρδιά. Το αποτέλεσμα μπορεί να είναι καρδιακή ανεπάρκεια και θάνατος. Η κινητοποίηση αυτή των λιπαρών οξέων συμβαίνει όχι μόνο κατά την άσκηση, αλλά και όταν το άτομο αντιμετωπίζει κάποια αγχώδη κατάσταση. Στην περίπτωση αυτή η αερόβια άσκηση αποτελεί μια σωτήρια διέξοδο εκτόνωσης.
Εύκολα λοιπόν μπορούμε να συμπεράνουμε ότι η αερόβια άσκηση είναι απαραίτητη. Όχι μόνο σε καρδιοπαθείς αλλά και σε υγιείς άτομα. Είναι αντιληπτό ότι η αερόβια άσκηση πρέπει να γίνεται στο τέλος του προγράμματος (π.χ. μετά τα βάρη ή την μυική ενδυνάμωση) έτσι ώστε τα απελευθερωμένα λιπαρά οξέα που υπάρχουν στο αίμα να απομακρυνθούν.